- ταυ
- το / ταῡ, ΝΜΑτο δέκατο ένατο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτουνεοελλ.1. τεχνολ. εργαλείο τεχνικών σχεδιάσεων που αποτελείται από δύο κανόνες κάθετους μεταξύ τους2. φρ. α) «σύνδεση ταυ» — σύνδεση δοκών ή σωλήνων σε σχήμα απλού ή διπλού κεφαλαίου ταυβ) «δοκός ταυ» — σιδερένια δοκός με διατομή όμοια με το παραπάνω γράμμαγ) «διασταύρωση ταυ»ναυτ. η σχετική θέση δύο αντίπαλων γραμμών μάχης, από τις οποίες η μία διασταυρώνει την άλλη όπως η οριζόντια γραμμή τού γράμματος Τ την κάθετη γραμμή τουαρχ.ως αριθμτ. τ'ο αριθμός 300.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημιτ. taw «σταυρός» (βλ. εγκυκλ. λ.)].
Dictionary of Greek. 2013.